- σιδηροκατάδικος
- -ον, Ακαταδικασμένος σε ποινή που εκτελείται με τον σίδηρο, δηλαδή σε ακρωτηριασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -κατάδικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηροκατάδικον — σιδηροκατάδικος condemned to the iron masc/fem acc sg σιδηροκατάδικος condemned to the iron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροκατάδικοι — σιδηροκατάδικος condemned to the iron masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek